-
1 νοθεῖος
νοθεῖος, den Unehelichen, Unächten betreffend; τὰ νοϑεῖα χρήματα, der Antheil des unehelichen Sohnes am väterlichen Erbe, Ar. Av. 1656; Beispiele aus den Rednern führt Harpocr. an, der sagt, daß der Betrag μέχρι χιλίων δραχμῶν ging.
См. также в других словарях:
Κίος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Ήταν χτισμένη στον μυχό του κόλπου της Βιθυνίας, στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η τουρκική πόλη Γκεμλέκ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Κ. ιδρύθηκε από τον αργοναύτη Πολύφημο, ο οποίος έμεινε εκεί με εντολή του Ηρακλή … Dictionary of Greek